ἐλλοβόκαρπος

ἐλλοβόκαρπος
ἐλλοβόκαρπος, ον,
A bearing fruit in a pod, Thphr.HP6.5.3. [full] ἔλλοβος, ον, in a pod, καρπός ib.3.14.4, 4.2.8. [full] ἐλλοβοσπέρμᾰτος, ον, with its seed in a pod, opp. γυμνοσπ., ib.7.3.2.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἐλλοβόκαρπος — bearing fruit in a pod masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ελλοβόκαρπος — η, ο (βοτ.) 1. που ο καρπός του αναπτύσσεται μέσα σε λοβό (π.χ. το κουκί, το φασόλι κ.ά.). 2. το ουδ. πληθ. ως ουσ., ελλοβόκαρπα τέτοια φυτά, θάμνοι ή πόες, του αθροίσματος των δικοτυλήδονων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ελλοβόκαρπα — τα (Α ἐλλοβόκαρπος, ον) νεοελλ. τα χεδρωπά ή ψυχανθή με τεράστια ποικιλία ειδών αρχ. (για φυτό) αυτός τού οποίου ο καρπός βρίσκεται μέσα σε λοβό …   Dictionary of Greek

  • καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… …   Dictionary of Greek

  • χεδροπός — όν, Α [χεδροπά] πιθ. ελλοβόκαρπος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”